- ξυλιά
- ηχτύπημα με ξύλο, μπαστουνιά: Κάτσε ήσυχα, γιατί θα φας ξυλιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυλιά — η [ξύλο] 1. χτύπημα με ξύλο 2. κάθε είδος χτυπήματος 3. παροιμ. «ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δεν λογαριάζει» λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε υποταγή εξαιτίας μεγάλων στερήσεων … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
φροξυλιά — η, Ν το φυτό αφροξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφροξυλιά (< αφρός + ξύλο ή, κατ άλλους, < αλαφρο ξυλιά με συγκοπή τής συλλαβής λα ), με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek
βεργιά — η χτύπημα με βέργα, μπαστουνιά, ξυλιά: Οι βεργιές στις παλάμες των χεριών μπορεί να είναι πολύ τσουχτερές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλουκιά — η 1. το χτύπημα, η ξυλιά με παλούκι. 2. ατυχία, ζημιά: Έφαγε πολλές παλουκιές με τις νέες επιχειρήσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβδιά — η χτύπημα με ραβδί, ξυλιά: Του δωσε μια ραβδιά στον πισινό, για να μην το ξανακάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)